- δασμοφόρος
- δασμοφόρος, ο (Α)αυτός που είναι υποχρεωμένος να πληρώνει φόρο, ο υποτελής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δασμοφόρος — tributary masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμοφόρον — δασμοφόρος tributary masc/fem acc sg δασμοφόρος tributary neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμοφόροι — δασμοφόρος tributary masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμοφόροισι — δασμοφόρος tributary masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμοφόρου — δασμοφόρος tributary masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμοφόρους — δασμοφόρος tributary masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
δασμοφορία — δασμοφορία, η (Α) [δασμοφόρος] η πληρωμή τού καθορισμένου φόρου … Dictionary of Greek
δασμοφορώ — δασμοφορῶ ( έω) (Α) [δασμοφόρος] 1. υπόκειμαι σε φορολογία, πληρώνω φόρους 2. παθ. φρ. «δασμοφορεῑταί τινι» πληρώνεται φόρος σε κάποιον … Dictionary of Greek
ՀԱՐԿԱԲԵՐ — (ի, ից.) NBH 2 0063 Chronological Sequence: 5c, 7c ա. δασμοφόρος tributum pendens. Որ բերէ զտուրս հարկաց. հարկատու. *Ընծայաբերս ինձ եւ հարկաբերս զամենեցունց թագաւորս արարի. Ածաբ. ժղ.: ՀԱՐԿԱԲԵՐ. Հարկիւ կամ ʼի հարկէ բերեալ, խաղացեալ. *Հարկաբեր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)